- ευδρομώ
- εὐδρομῶ, -έω (ΑΜ) [εύδρομος]τρέχω γρήγορα και σταθερά, είμαι ταχύς («ὥσπερ ἀθλητὴν εὐδρομοῡντα», Πλούτ.)μσν.κάνω κάτι καλάαρχ.1. ευτυχώ, ευημερώ2. είμαι επιτυχής, αποτελεσματικός («οὐκ εὐδρομεῑ ἡ τοῡ τόπου κατάληψις»)3. ζω τίμια4. φρ. «εὐδρομῶ τὴν γλῶτταν» — είμαι εύγλωττος.
Dictionary of Greek. 2013.